Όπως είναι γνωστό εδώ και καιρό, τα κοινωφελή προγράμματα του ΟΑΕΔ, προγράμματα ορισμένου χρόνου απασχόλησης στους δήμους εγγεγραμμένων στα μητρώα ανέργων, αποτελούν ένα από τα βασικά όπλα στη φαρέτρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την «αντιμετώπιση» της ανεργίας -στην πραγματικότητα την επίπλαστη μείωσή της. Προγράμματα που, όπως έχει αναδείξει η ίδια η πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανακύκλωση της ανεργίας (με παράπλευρο όφελος την κάλυψη κενών που οι αντιλαϊκές πολιτικές και τα μνημόνια δημιούργησαν σε δήμους, νοσοκομεία, δημόσιους φορείς) και μέρος ενός ευρύτερου στρατηγικού πλάνου κυβέρνησης-ΕΕ-Κεφαλαίου να καθιερώσει τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, παίρνοντας πίσω μια σειρά εργατικών κατακτήσεων που είχαν κερδηθεί από το εργατικό κίνημα μέσα από αγώνες χρόνων.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα υπεράσπισης των προγραμμάτων αυτών από πλευράς κυβέρνησης είναι η δυνατότητα που δήθεν προσφέρουν στους ωφελούμενους για επανένταξη στην αγορά εργασίας. Ας δούμε, όμως, μια ακόμη σκοπιά της στυγνής πραγματικότητας των προγραμμάτων αυτών ανοίγοντας το φάκελο «μοριοδότηση». Τι ισχύει για τους ωφελούμενους των προγραμμάτων και τις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ; Το εξής απλό και σαφές: όσοι έχουν απασχοληθεί σε προγράμματα κοινωφελούς εργασίας ΔΕΝ έχουν δικαίωμα να μοριοδοτηθούν για την προϋπηρεσία τους και να συμμετάσχουν με αυτά τα μόρια (17 μόρια ανά μήνα και 24 μήνες προϋπηρεσία) σε ανταποδοτικές υπηρεσίες ΟΤΑ ή νομικών προσώπων τους.
Οι πρόσφατοι αγώνες συμβασιούχων το καλοκαίρι μπορεί να μην πέτυχαν τη μονιμοποίηση όλων των εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, έφεραν, όμως, την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα σχοινιά. Υπό την πίεση των εργαζομένων, η κυβέρνηση κατέφυγε σε έναν ελιγμό, παρατείνοντας τη θητεία συμβασιούχων μόνο στις ανταποδοτικές υπηρεσίες μέχρι το Μάρτιο του 2018 και δεσμεύτηκε για προκήρυξη θέσεων μόνιμου προσωπικού σε αντίστοιχες θέσεις μέσω ΑΣΕΠ. Θέσεις που, όμως, όπως είδαμε και παραπάνω, δεν είναι σε θέση να τις διεκδικήσουν χιλιάδες εργαζόμενοι σε κοινωφελή προγράμματα, παρά την απόλυτα υπαρκτή προϋπηρεσία τους στις θέσεις αυτές. Τυχόν μοριοδότησή τους θα αποδείκνυε αυτό που από καιρό φωνάζουν οι εργαζόμενοι στους δήμους της χώρας: ότι δηλαδή καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Στην ουσία η κυβέρνηση και δεν πήρε πίσω τις απολύσεις και παρέτεινε εκεί που πιέστηκε το καθεστώς ελαστικής εργασίας. Σε μια μάχη, πάντως, που κατέστη σαφές ότι, όταν υπάρχει η πολιτική βούληση και ασκείται η κατάλληλη πίεση από το μαζικό και μαχητικό αγώνα των εργαζόμενων, το μνημονιακό κεκτημένο μπορεί να σπάσει, για να μετατραπούν οι συμβάσεις ορισμένου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Το παραπάνω θέμα είχε αναδειχθεί τον Οκτώβρη και ξαναέρχεται στο προσκήνιο μαζί με τα σταθερά γνωστά ζητήματα των προγραμμάτων αυτών (μη έγκαιρη καταβολή δεδουλευμένων, εξαίρεση από το κοινό εργατικό δίκαιο, ασφαλιστικές δαπάνες κατ’ επιλογήν του εργοδότη, ιδιότυπο καθεστώς αδειών, όχι καταβολή επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας κ.α.) αλλά και το νεότερο φρούτο που έφερε ο νόμος Γαβρόγλου, την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των Παιδικών Σταθμών (σταθμών που λειτουργούσαν με ελλιπέστατο προσωπικό και υλικοτεχνικές υποδομές) και την προώθηση της λειτουργίας τους με επιχειρηματικά κριτήρια. Αναλυτικότερα, η ηγεσία της ΠΟΕ-ΟΤΑ κάνει γαργάρα τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις στον τομέα της προσχολικής αγωγής (και της εκπαίδευσης ευρύτερα), την ελαστική εργασία εντός αυτής (8μηνα, προγράμματα ΟΑΕΔ, μαθητεία, πρακτικές στους παιδικούς σταθμούς), τη λειτουργία σταθμών με σχεδόν αποκλειστική χρηματοδότηση από ΕΣΠΑ, την άνθιση των ιδιωτικών παιδικών σταθμών, την καθιερωμένη καταβολή τροφείων σε δημόσιους σταθμούς και τον αποκλεισμό πολλών παιδιών από αυτούς (60.000 για φέτος). Πρόκειται για επικίνδυνα παιχνίδια στην πλάτη των εργαζόμενων, για μια τακτική ορισμένων δυνάμεων να καλλιεργούν τον αλληλοσπαραγμό και τη διάσπαση. Τακτική στην οποία οι εργαζόμενοι καλούνται να μην τσιμπήσουν, δίνοντας αγώνα για δημόσιους και δωρεάν παιδικούς σταθμούς, με μαζικούς και μόνιμους διορισμούς για κάλυψη όλων των πάγιων αναγκών.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο ζήτημα της μοριοδότησης. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, πέραν του εμπαιγμού από την πλευρά της κυβέρνησης, η μοριοδότηση αυτή καθ’ αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει λύση για τα προβλήματα των εργαζόμενων. Όσο δεν σπάνε οι μνημονιακοί περιορισμοί στις προσλήψεις και η πολιτική ανακύκλωσης των εργαζομένων στο δημόσιο, όσο δεν μπαίνουν αυτά στην προμετωπίδα των αγώνων, τόσο θα κινδυνεύουν τα διαφορετικά τμήματα των εργαζομένων να εξαντλούνται σε αγώνες ασυντόνιστους και μικρής κλίμακας. Μόνο ο κοινός, ανυποχώρητος αγώνας συμβασιούχων – κοινωφελών – μαθητευόμενων – ελαστικά εργαζόμενων για ΜΟΝΙΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, για μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και παραμονή όλων στη δουλειά χωρίς όρους και προϋποθέσεις μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά στα προβλήματα που ανακύπτουν. Εντός αυτού του πλαισίου πάλης μπορεί να οικοδομηθεί μια πανίσχυρη ενότητα όλων που θα καταργήσει τις άδικες διαφορές μεταξύ των εργαζομένων, άρα και τις διαφορές στη μοριοδότηση! Μια τέτοια στοχοθεσία μπορεί να ξαναφέρει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα σχοινιά, για να σπάσουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις απέναντι σε δανειστές και Κεφάλαιο, και να καλύφθουν τα πραγματικά κενά που υπάρχουν σε όλους τους δήμους και να μπει φρένο στην περαιτέρω επιχειρηματική λειτουργία δήμων και υπηρεσιών και τις ιδιωτικοποιήσεις. Για να βρουν όλοι/ες δουλειά!
Να σηκώσουμε, λοιπόν, ξανά το γάντι στην κυβέρνηση, με πλήρη επίγνωση ότι η μόνη ρεαλιστική απάντηση απέναντι στη βαρβαρότητα δεν είναι παρά ο συλλογικός αγώνας για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, με πλήρη δικαιώματα, ίση αμοιβή για ίση εργασία, κατάργηση των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, όπως και ευρύτερα κάθε μορφής ενοικιαζόμενης-ελαστικής εργασίας.