Ένας ενοικιαζόμενος εργάτης καθαριότητας γράφει πριν φύγει για βάρδια
«Στην Αθήνα, σήμερα την 17/9/2015 μεταξύ των συμβαλλομένων, αφενός μεν της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία…»
Η σύμβαση εργασίας που έχω στα χέρια μου καθορίζει με ακρίβεια τις υποχρεώσεις μου προς το νέο εργοδότη. Είμαι ένας ενοικιαζόμενος εργάτης καθαριότητας. Είμαι υποχρεωμένος στο εξής να εργαστώ όπου μου ζητηθεί. Να εκτελώ όποια εργασία απαιτούν οι ανάγκες της επιχείρησης.
Είπα «εκτελώ» και μια ριπή ανομολόγητης επιθυμίας πέρασε από το μυαλό.
Επανέρχομαι στο χώρο εργασίας. Βρίσκομαι σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο. Το πόστο μου είναι στα μαγειρεία. Στη λάντζα. Το πρώτο που έμαθα πριν ακόμα πατήσω το πόδι μου εδώ μέσα είναι ότι τα «ατομικά μέσα προστασίας» (αυτά που η σύμβαση εργασίας αναφέρει ότι παρέχονται από τον εργοδότη κι εγώ υποχρεούμαι να φοράω) τα αγοράζεις ιδίοις αναλώμασι. Η προϊσταμένη με ενημέρωσε δύο μέρες πριν πιάσω δουλειά ότι θα πρέπει να αγοράσω γαλότσες, ποδιά και γάντια «γιατί θα χρειαστούν». Έδειξε μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τσέπη μου. Μου είπε σε ποιο ακριβώς μαγαζί να τ’ αγοράσω για να μην ξοδευτώ. Μη με πιάσουν και κορόιδο…
Το δεύτερο πράγμα που κατάλαβα προτού καλά-καλά πιάσω στα χέρια μου την πρώτη άπλυτη κατσαρόλα είναι ότι εδώ έπαιρνε σάρκα και οστά «το παγκόσμιο προλεταριάτο». Αυτό που μέχρι χθες μόνο σε σύνθημα είχα συναντήσει. Ο Αριάν, ο Ρόμα, ο Μπαμπάρ, η Βέρα είναι οι άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί. Στο ίδιο πόστο και σε κυλιόμενο ωράριο. Κανείς όμως δεν τους φωνάζει όπως η μάνα τους. Η ευπρέπεια του χώρου απαιτεί τον υποχρεωτικό εξελληνισμό του προφορικού λόγου. Δεν θα ήταν, μάλλον, πολύ ευχάριστο για το υπόλοιπο προσωπικό του νοσοκομείου να πηγαινοέρχονται όλη μέρα ακατάληπτα ονόματα από δίπλα τους.
Το να πεις ότι η δουλειά στη λάντζα των μαγειριών ενός νοσοκομείου «είναι σκληρή» είναι τουλάχιστον υποτιμητικό. Είναι σαν να λες ότι «ο ήλιος είναι ζεστός». Δεν είναι η σωματική κόπωση από τη συνεχή ορθοστασία. Δεν είναι ο διαπεραστικός ήχος που κάνουν τα ανοξείδωτα σκεύη καθώς τα ρίχνεις με ταχύτητα το ένα πάνω στο άλλο μέσα στον αχανή inox νεροχύτη. Δεν είναι ούτε και η διαρκής πίεση που ασκείς με τα δάχτυλά σου ώστε να φύγει και το τελευταίο καμένο υπόλειμμα φαγητού από τα ταψιά. Είναι όλα αυτά μαζί υπό το καθεστώς του χρονικού περιορισμού. Όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα. Και σωστά. Αν καθυστερήσεις να πλύνεις τα σκεύη από το πρωινό τότε έρχονται νέες στοίβες από το μεσημεριανό. Κι αν το απόγευμα αργήσεις να πλύνεις τα καζάνια που βράζουν κοτόπουλα και λαχανικά τότε θα μαζευτεί ένας σωρός από τα λερωμένα σκεύη του βραδινού. Η λάντζα είναι μια τεράστια λαδωμένη γραμμή παραγωγής. Οι προηγούμενοι στην αλυσίδα σού φέρνουν διαρκώς λιγδιασμένα τεντζερέδια, λαμαρίνες με κολλημένα ίχνη από το ψήσιμο στον πάτο τους. Κι εσύ πρέπει να κάνεις γρήγορα. Να πλένεις γρήγορα, να τα στεγνώνεις γρήγορα, να τα τοποθετείς στη θέση τους γρήγορα για να ξεκινήσεις το νέο κύκλο. Γρήγορα.
Στο τέλος της βάρδιας η κούραση στις αρθρώσεις της μέσης ή των ποδιών είναι απλώς ένα κομμάτι στο παζλ του εξαντλημένου σώματος. Οι παλάμες έχουν γεμίσει μικρές χαραγματιές, σημάδια από τις κοφτερές ακμές των σκευών πάνω στη μαλακή σάρκα. Τα δάχτυλα έχουν πρηστεί και δεν κλείνουν. Φεύγω από τη δουλειά αλλά σέρνω μαζί μου ένα μείγμα από τις οσμές των μαγειρείων.
Τη δεύτερη μέρα διαπιστώνω ότι ούτε και «το πολύ γρήγορα» βγαίνει σε καλό. Αν κάνεις πολύ γρήγορα τη δουλειά σου, υπάρχουν πάντα πρόθυμοι να γεμίσουν την πλήξη σου. Θα περάσει ο σιτιστής του νοσοκομείου να σου ζητήσει βοήθεια για την αποθήκευση των 60 κιλών κρέατος. Θα σε βρει ο μάγειρας για να σου ζητήσει να κόψεις κι εσύ μερικά κιλά πατάτες «για να τελειώσουμε όλοι πιο γρήγορα». Θα έρθει η προϊσταμένη τού συνεργείου να σε επιβραβεύσει για την αποδοτικότητά σου με μια ειδική αποστολή στα σιδερωτήρια του νοσοκομείου «να βοηθήσεις μόνο για λίγο».
Τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη μέρα τα συμπτώματα της εντατικής καταπόνησης συσσωρεύονται. Την πέμπτη μέρα ξεκινάω για τη βάρδιά μου με περιορισμένες σωματικές ικανότητες. Αυτό με κάνει λιγότερο αποδοτικό. Κάποιοι συνάδελφοι βοηθάνε κι έτσι δεν φαίνεται η υστέρησή μου, ούτε στην ποιότητα, ούτε στο χρόνο. «Είσαι νέος, θα μάθεις». Μου το λένε αυτό ένα παιδί που έχει μόλις περάσει τα 25 και μια γυναίκα στην ηλικία τής μάνας μου που τα απογεύματα κάνει δεύτερη δουλειά για να τα φέρει βόλτα. Σκέφτομαι ότι αφού μπορούν εκείνοι θα πρέπει να μπορώ κι εγώ. Αλλά αυτό είναι μόνο μια σκέψη. Γιατί εκείνοι μπορούν και άλλα πράγματα στα οποία δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ. Μπορούν να μένουν απλήρωτοι για τρεις μήνες και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι τη μέρα που θα πάρουν «έναντι». Μπορούν να δουλεύουν κάθε τόσο διπλή βάρδια μέσα στο ίδιο 24ωρο «επειδή υπάρχουν έκτακτες ανάγκες». Μπορούν να μην παίρνουν ούτε ένα ρεπό για μία, δύο ή τρεις βδομάδες. Μπορούν να μαζεύουν 30 ή 32 εργάσιμες μέρες το μήνα αλλά να παίρνουν ένσημα μόνο για τις 26 (χάνοντας τα υπόλοιπα) αφού «έτσι είναι ο νόμος». Μπορούν να συνεχίζουν αδιαμαρτύρητα αυτή την απασχόληση που μου «προσφέρθηκε» κι εμένα για 500 ευρώ.
Στην Αθήνα σήμερα 26/9/15 πιάνω δουλειά για ένατη συνεχόμενη μέρα. Η υπεύθυνη του προγράμματος μου έχει βάλει αύριο ρεπό. Το είδαν κάποιοι και με ζήλεψαν. «Σε καλοπιάνουν τα αφεντικά για μην φύγεις» μου είπαν εμπιστευτικά οι πιο καλοπροαίρετοι. Όμως ακόμα κι η παραίτηση αδιέξοδη στη χώρα του μνημονίου (με αριστερό πρόσημο).
Cauchemar
[οι φωτογραφίες του Sebastião Salgado περιλαμβάνονται στο έργο του «Εργάτες: Αρχαιολογία της Βιομηχανικής Εποχής» και απεικονίζουν εργάτες στα χρυσωρυχεία της Serra Pelada στη Βραζιλία]
Πηγή: www.toperiodiko.gr