«Η γενιά μου χάθηκε. Χωρίς δουλειά, χωρίς όνειρα. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα. Σας λέω αντίο». Η κρίση και η κοροϊδία της κυβέρνησης έσπρωξαν τον 30χρονο Μικέλε στο Ούντινε της Ιταλίας στην αυτοκτονία. Ο Μικέλε αντιστάθηκε, δεν άντεξε όμως τον πόλεμο που καθημερινά υφίσταται η νέα γενιά, την συντριβή των ονείρων της, την ανάπηρη ζωή που της τάζουν.
Ο Μικέλε στις 31 Ιανουαρίου με ένα σχοινί έβαλε τέλος στην αγωνία του.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Μικέλε
«Έζησα (άσχημα) για τριάντα χρόνια, κάποιος θα πει ότι είναι πολύ λίγο. Αυτός ο κάποιος δεν είναι σε θέση να καθορίσει ποια είναι τα όρια της αντοχής, επειδή είναι υποκειμενικά και δεν είναι αντικειμενικά.
Προσπάθησα να είμαι καλός άνθρωπος, έκανα πολλά λάθη, έχω κάνει πολλές προσπάθειες, προσπάθησα να δώσω ένα νόημα και έναν σκοπό στη ζωή μου, χρησιμοποιώντας τους πόρους μου, για να μετατρέψω τις δυσκολίες σε τέχνη.
Αλλά οι ερωτήσεις δεν τελειώνουν ποτέ και εγώ αισθάνομαι μια βαριεμάρα και κούραση. Βαρέθηκα να καταβάλλω κάθε προσπάθεια και να μην έχω αποτελέσματα, βαρέθηκα να πηγαίνω σε άχρηστες συνεντεύξεις για να εργαστώ ως γραφίστας, βαρέθηκα να εκφράζω τα αισθήματά και τις επιθυμίες μου για το άλλο φύλο, που προφανώς δεν έχει την ανάγκη μου, κουράστηκα να ζηλεύω, κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω τι αισθάνεται κάποιος όταν κερδίζει, να δικαιολογώ την ύπαρξή μου όταν δεν μπορώ να την καθορίζω, κουράστηκα να πρέπει να απαντώ στις προσδοκίες όλων χωρίς να έχω ικανοποιήσει ποτές τις δικές μου, βαρέθηκα να χαμογελώ μπροστά στις δυσκολίες, να προσποιούμαι ενδιαφέρον, να τρέφω όνειρα και αυταπάτες, να με κοροϊδεύουν, να με περιθωριοποιούν και να τους ακούω να μου λένε ότι η ευαισθησία αποτελεί μεγάλη ποιότητα.
Όλα είναι ψέματα…
Από αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα. Δεν μπορείς να περιμένεις μια δουλειά, δεν μπορείς να περιμένεις να σε αγαπήσουν, δεν μπορείς να περιμένεις την αναγνώριση, δεν μπορείς να περιμένεις να απαιτούν την ασφάλειά σου, δεν μπορείς να περιμένεις ένα σταθερό περιβάλλον…
Αυτός σίγουρα δεν είναι ο κόσμος που έπρεπε να πάρω μέρος και κανείς δεν μπορεί να με εξαναγκάσει να συνεχίζων να παραμένω. Είναι ένας εφιάλτης με προβλήματα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς εγγυήσεις, χωρίς σημεία αναφοράς και χωρίς καμία προοπτική.
Υπάρχουν οι συνθήκες για να συνεχίσω, και εγώ δεν έχω τις εξουσίες ή τα μέσα για να τις δημιουργήσω. Δεν εκπροσωπούμαι από τίποτε από αυτά που βλέπω και ο ίδιος δεν αποδίδω σε τίποτα κανένα νόημα: εγώ δεν έχω τίποτα κοινό με όλα αυτά. Δεν μπορώ να περάσω τη ζωή μου για να αγωνίζομαι απλώς για να επιβιώσω, για να έχω τον χώρο που θα έπρεπε να έχω, ή αυτόν που μου ανήκει δικαιωματικά, προσπαθώντας να βγάλω το καλύτερο από το χειρότερο για να έχω το ελάχιστο δυνατόν. Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για το ελάχιστο, ήθελα το καλύτερο και το μέγιστο, αλλά αυτό δεν είναι στη διάθεσή μου.
Δεν μπορεί κανείς να ζει για να λέει «όχι» σαν απάντηση, με το «όχι» πεθαίνεις, και δεν υπήρχε εδώ θέση για τίποτα από αυτά που ήθελα, έτσι στην πραγματικότητα, δεν υπήρξα ποτέ. Εγώ δεν πρόδωσα, αισθάνομαι ότι με πρόδωσαν, από μια εποχή που με βάζει στην άκρη αντί να με καλωσορίσει καθώς θα ήταν καθήκον της να κάνει.
[…]
Ήρθα σε αυτόν τον κόσμο ως ελεύθερος άνθρωπος και ως ελεύθερο άτομο βγήκα, γιατί δεν μου άρεσε έστω και λίγο. Αρκετά με την υποκρισία.
Δεν εκβιάζομαι από το γεγονός ότι είναι ο μόνος εφικτός, για μένα το μοναδικό μοντέλο δεν λειτουργεί. Εσείς είσαστε που κάνετε τους λογαριασμούς μαζί μου και όχι εγώ με εσάς. Είμαι ένας αντικομφορμιστής, από πάντα, και έχω το δικαίωμα να πω τι σκέφτομαι, να κάνω την επιλογή μου, με οποιοδήποτε κόστος. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να διαχωριστεί, ο θάνατος είναι μόνο το εργαλείο. Η ελεύθερη βούληση υπακούει στο άτομο, όχι στη βόλεψη των άλλων.
Ξέρω ότι αυτό το πράγμα σας φαίνεται τρελό, αλλά δεν είναι. Είναι απλά απογοητευτικό. Μου πέρασε η επιθυμία και η θέληση: όχι εδώ και όχι τώρα. Δεν μπορώ να επιβάλω την παρουσία μου, αλλά την απουσία μου ναι, και το απόλυτο τίποτα είναι πάντα καλύτερα από μια ύπαρξη που δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος φτιάχνοντας το πεπρωμένο σου.
Συγχωρέστε με, μαμά και μπαμπά, αν μπορείτε, αλλά τώρα είμαι ξανά πίσω στο σπίτι. Είμαι μια χαρά.
Μέσα μου δεν υπάρχει χάος. Μέσα μου υπήρχε τάξη. Αυτή η γενιά παίρνει εκδίκηση για μια κλοπή, της κλέψανε την ευτυχία. Ζητώ συγγνώμη από όλους τους φίλους μου. Μην με μισήσετε. Ευχαριστώ για τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί, είστε όλοι καλύτεροι από εμένα. Αυτό δεν αποτελεί προσβολή για τις ρίζες μου, αλλά μια κατηγορία εσχάτης προδοσίας.
Υ.Γ. Συγχαρητήρια στον υπουργό Πολέτι. Αυτός μάλιστα αξιολόγησε εμάς τους μαλάκες.
Αντιστάθηκα όσο μπορούσα.»
To σχόλιο του USB (Unione Sindacale di Base- Συνδικαλιστική Ένωση Βάσης) ήταν κατηγορηματικό. Το παραθέτουμε.
Η επισφάλεια συνεχίζει να σκοτώνει
Δεν χρειάζονται μεγάλα σχόλια για να εκφράσουμε την οργή που μας προκαλεί η αδιαφορία και η υποκρισία.
Δεν πρέπει να μένουμε μόνοι, πρέπει να παλέψουμε όλοι μαζί ενάντια σε αυτή την ανασφάλεια και σε αυτούς που μας σπρώχνουν στην πείνα για να γεμίζουν τα ίδια πορτοφόλια. Αυτή είναι η μόνη εναλλακτική στην κανονικότητα και την απελπισία των τελευταίων χρόνων.
Γνωρίζουμε συνειδητά ότι όλες αυτές οι τραγικές ιστορίες, η ανεργία, η επισφάλεια και η μιζέρια είναι προϊόντα του καπιταλισμού και αυτός είναι ο εχθρός που πρέπει να παλεύουμε και να ανατρέψουμε.
Και τo δικό μας σχόλιο;
Τι να πει κανείς όταν ένας νέος άνθρωπος στη βόρεια Ιταλία – μόλις 30 χρόνων – αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή. Στο γράμμα που άφησε για να εξηγήσει την πράξη του και να αποχαιρετήσει του δικούς του, θα βρει κανείς ένα δριμύ ΚΑΤΗΓΟΡΩ της γενιάς που αποκαλούν οι κοινωνιολόγοι και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ως “no future”. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι ο Michele είχε προσωπικά προβλήματα κι όμως η αποτύπωση του κοινωνικού ζητήματος σε ένα τόσο προσωπικό γραπτό είναι συγκλονιστική. Ο Michele ήταν ένας από εμάς! Ήταν ένας νέος που ήθελε να ζήσει με νόημα τη ζωή του, ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους, ανήσυχος για το μέλλον των φτωχών και των αδύναμων. Των νέων που μεταναστεύουν, που πετιούνται στην ανεργία και την επισφάλεια, που δε έχουν χρήματα για να βγουν μια βόλτα, χρόνο για να ερωτευτούν. Κι όμως στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της απελπισίας ο Michele με το γράμμα του συνδεόταν με την αφετηρία του πολιτικού εργατικού αγώνα. Έγραφε: “δεν αξίζει να ξοδέψεις τη ζωή σου προσπαθώντας να την κερδίσεις”. Στοχαστές που ταυτίστηκαν με τους αγώνες των καταπιεσμένων -ο Θωρώ κι ο Μαρξ- χρησιμοποιούσαν αυτή ακριβώς τη φράση για να περιγράψουν την αθλιότητα που πρέπει να αρνηθεί η εργατική τάξη. Κ αν αυτή η εκτίμηση φαντάζει μετέωρη και ανοιχτή ταυτόχρονα και στην αυτοκτονία και στον αγώνα και τη διεκδίκηση μιας άλλης ζωής, εμείς θέλουμε στη μνήμη του Michele, να φωτίσουμε αυτή τη δεύτερη πλευρά. Την πλευρά του πολιτικού εργατικού νεολαιίστικου αγώνα που στοχεύει άμεσα στην ανασυγκρότηση του κινήματος και το ανέβασμα της πολιτικής του απαιτητικότητας. Οι νέοι και νέες στη Ρουέν της Γαλλίας λίγους μήνες πριν στα πλαίσια των κινητοποιήσεων εναντία στο νόμο Κομρι σήκωσαν ένα πανό στο οποίο αναγραφόταν:
Νe perdons pas notre vie a la gagner – greve general!