Μετάφραση από το Jacobinmag: Φάνης Δαγκλής, Ολύβια Τζιουβάρα
Ίσως το πιο αμφιλεγόμενο στοιχείο στο βιβλίο του Aronowitz είναι η ανάλυσή του για τη σχετική στρατηγική σημασία των διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης στην ανοικοδόμηση του εργατικού κινήματος. Ο Aronowitz υποστηρίζει ότι η αυτοματοποίηση μειώνει τον αριθμό των βιομηχανικών εργατών και αφαιρεί τις δεξιότητες όσων απέμειναν, στο σημείο όπου οι περισσότεροι “ελέγχουν έναν μετρητή” με ελάχιστες, ακόμη και καθόλου, δεξιότητες ή ισχύ στο χώρο εργασίας.
Υποστηρίζει ότι αυτή η αναδιάρθρωση της εργασίας έχει δημιουργήσει δύο νέους, αυξανόμενους στρατηγικούς τομείς. Από τη μια τη μάζα των χαμηλόμισθων, επισφαλώς εργαζομένων (δυσανάλογα πολλοί είναι έγχρωμοι και μετανάστες) στον τομέα του λιανικού εμπορίου, των υπηρεσιών, της υγειονομικής περίθαλψης και σε άλλους τομείς. Και από την άλλη, τους πρώην μεσοαστούς μηχανικούς, των οποίων η συμβολική εργασία είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και την εφαρμογή της αυτοματοποιημένης παραγωγής.
Ενώ η οργάνωση των μηχανικών και των χαμηλόμισθων σε επαγγελματικά σωματεία και εργατικά κέντρα είναι ελπιδοφόρο σημάδι για την αναβίωση του εργατικού κινήματος, οι ισχυρισμοί του Aronowitz ότι οι βιομηχανικοί εργάτες δεν είναι πλέον στο επίκεντρο της αναβίωσης του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.
Αν και συχνά φιλελεύθεροι αναλυτές επικαλούνται την μείωση του αριθμού των θέσεων εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας, ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής καινοτομίας, δεν είναι η κύρια αιτία της μείωσης των μελών στα βιομηχανικά σωματεία. Σύμφωνα με δεδομένα του Γραφείου Στατιστικής της Εργασίας (Bureau of Labor Statistics-BLS), μεταξύ του 1994 και του 2013 το εργατικό δυναμικό στη βιομηχανία μειώθηκε κατά 33%, ενώ η συνδικαλιστική πυκνότητα κατά 60%.
Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο εάν ο αυξανόμενος αριθμός των χαμηλόμισθων εργαζομένων στον τομέα του λιακού εμπορίου, των υπηρεσιών και της υγειονομικής περίθαλψης είναι τόσο επισφαλείς όσο υπονοεί Aronowitz. Σύμφωνα με στοιχεία από τα BLS και Census Bureau, το 90% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ βρίσκεται σε “παραδοσιακές” σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, με λιγότερο από το 10% να εργάζονται για ανεξάρτητους εργολάβους ή γραφεία εύρεσης εργασίας. Μεταξύ των εργαζομένων με μη «παραδοσιακές» σχέσεις εργασίας, σχεδόν το 85% έχουν σύμβαση πλήρους απασχόλησης.
Στην πραγματικότητα, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται μέσω γραφείων εύρεσης εργασίας αυξήθηκε από 1,5 εκατομμύριο το 1990 σε 3,9 το 2000, μέχρι το 2010 ο αριθμός είχε μειωθεί σε 2,7 εκατομμύρια. Στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης στο λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες, και την υγειονομική περίθαλψη δεν είναι “επισφαλείς” όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη απασχόληση – καθώς συχνά εργάζονται για την ίδια επιχείρηση ή στον ίδιο κλάδο, σε συνθήκες μερικής απασχόλησης για δεκαετίες, στερούμενοι όμως σταθερής και πλήρους απασχόλησης.
Επιπλέον, οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στον κλάδο των υπηρεσιών και το λιανικό εμπόριο δεν έχουν την κοινωνική δύναμη να κερδίσουν και να αλλάξουν το συσχετισμό δύναμης από μόνοι τους. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι εξαιρετικά εύκολο να αντικατασταθούν καθώς η εργασία τους είναι εξαιρετικά ανειδίκευτη. Μεγάλο μέρος του “Fight for $15” που διοργάνωσε η Service Employees International Union (SEIU) και το United Food and Commercial Workers (UFCW) στα Walmart γίνεται περισσότερο για τα μάτια του κόσμου παρά ως άσκηση πραγματικής εξουσίας ώστε να αποκλειστεί ένας χώρος εργασίας.
Ωστόσο, η ανάπτυξη των συστημάτων απογραφής just-in-time, όπου οι υπολογιστές παραγγέλνουν προμήθειες που παραδίδονται σε σχεδόν καθημερινή (αν όχι ωριαία) βάση, έχει κάνει τις αλυσίδες εφοδιασμού εξαιρετικά ευάλωτες. Η επιτυχής οργάνωση των fast food ή του τύπου-Walmart εμπορίου θα απαιτεί στρατηγικά τοποθετημένους -συχνά καλύτερα αμειβόμενους και πλήρους απασχόλησης- εργαζομένους σε αποθήκες και στη διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας (logistics) που θα διαθέτουν μεγαλύτερη κοινωνική ισχύ.
Τέλος, οι παραδοσιακοί βιομηχανικοί εργάτες στον τομέα της κατασκευής, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών εξακολουθούν να έχουν κοινωνική δύναμη, παρά την αυτοματοποίηση και την ανειδικευση. Η γενίκευση των συστημάτων απογραφής just-in-time σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών διαθέτουν τεράστια κοινωνική δύναμη. Το ίδιο συμβαίνει και με εργαζόμενους σε θέσεις στρατηγικής σημασίας που κατασκευάζουν βασικά συστατικά βιομηχανικών προϊόντων.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την απεργία του 1994 στο εργοστάσιο της General Motors στο Φλιντ του Μίσιγκαν, που παράγονται συστήματα φρένων για όλα τα εργοστάσια της GM στη Βόρεια Αμερική. Μέσα σε τέσσερις ημέρες, είκοσι τέσσερις από τις είκοσι έξι μονάδες της GM στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό είχαν κλείσει από μια “τοπική” απεργία ενάντια στις υποχρεωτικές υπερωρίες. Αν η απεργία είχε συνεχιστεί για άλλες σαράντα οκτώ ώρες, οι ειδικοί περίμεναν την πλήρη παύση λειτουργίας της GM.
Ούτε η μηχανοργάνωση είναι άνευ όρων ευλογία για το κεφάλαιο. Κατ ‘αρχάς, πρέπει να κάνουμε πιο συγκεκριμένες μελέτες για τις επιπτώσεις της μηχανογράφησης στη διαδικασία εργασίας. Σε ποιο βαθμό οι υπολογιστές στη παραγωγή-όπως στα logistics – συντονίζουν τις εργασίες που εξακολουθούν να γίνονται από ανθρώπους; Δεν είναι ξεκάθαρο πως αν οι περισσότεροι βιομηχανικοί εργάτες έχουν μειωθεί σε ανειδίκευτους “αναγνώστες μετρητή.” Αυτό σίγουρα δεν συμβαίνει, όπως αναγνωρίζει και ο Aronowitz, στον κλάδο των αυτοκινήτων.
Δεύτερον, η μηχανοργάνωση και οι νέες τεχνολογίες έχουν δώσει μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια των ειδικευμένων εργαζομένων που συντηρούν αυτά τα μηχανήματα. Αυτοί οι ειδικευμένοι εργάτες έχουν ίδια, αν όχι δυνητικά περισσότερη, κοινωνική ισχύ από τους μηχανικούς που ασκούν συμβολική εργασία. Λαμβάνοντας υπόψη τις προσπάθειες να διευρυνθεί η -πολλαπλών δεξιοτήτων- εργασία και να μειωθούν οι μισθοί και τα δικαιώματά τους, δεν είναι απίθανο να δούμε αυτούς τους ειδικευμένους εργαζόμενους να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση των ανειδίκευτων εργατών, όπως έκαναν τη δεκαετία του ’30 για την αντιμετώπιση παρόμοιων προσπαθειών να υποτιμηθεί η εργασία τους.
Τέλος, βιομηχανίες όπου οι εργαζόμενοι έχουν καταλήξει σε “παρατηρητές μετρητών”, όπως στη βιομηχανία πετρελαίου, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ισχυρά συνδικάτα, όπως το Oil, Chemical and Atomic Workers (κυρίως κατά τη δεκαετία του ’70). Τη δεκαετία του ’30, ανειδίκευτοι εργαζόμενοι συχνά ασκούσαν πίεση με την παραμονή στις μηχανές τους, συμμετέχοντας σε απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους εργαζόμενους οι οποίοι σήμερα έχουν μετατραπεί σε παρακολουθητές αυτόματων μηχανών να ασκούν πίεση με αυτή τη μορφή δράσης.
Ακόμα κι έτσι, παρά τις επικρίσεις, το The Death and Life of American Labor είναι μια καθοριστική συμβολή και αποτελεί ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί ευρέως -και να συζητηθεί- όχι μόνο από τους ακαδημαϊκούς που είναι στηρίζουν την πλευρά των εργαζομένων, αλλά και από τους συνδικαλιστές και τους αγωνιστές στους χώρους εργασίας.