Τα κείμενα (άρθρα, συνεντεύξεις κλπ) που αναδημοσιεύονται από άλλες συλλογικότητες ή site δεν εκφράζουν απαραίτητα την ATTACK. Η αναδημοσίευση από μέρους μας έχει σκοπό την προώθηση ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ των συλλογικότητων που έχουν δράση στο εργατικό κίνημα, στην επισφάλεια και την ανεργία.
Μετάφραση από το jacobinmag.com, Σοφία Κυριακίδη
Η γενιά των millennials είναι πιο μορφωμένη από ποτέ. Επίσης αυτοπροσδιορίζεται σε συντριπτικό ποσοστό ως εργατική τάξη.
Η βαθιά υποστήριξη του Bernie Sanders (σ.σ. στις ΗΠΑ) από την γενιά των millennials προξένησε μεγάλη έκπληξη σε πολλούς πολιτικούς αναλυτές. Κάποιοι προσπάθησαν να καταγράψουν αυτήν την υποστήριξη ως νεανικό ενθουσιασμό, άγνοια, προνόμιο του θυμωμένου λευκού άντρα, ένα βαθύ κοινό μίσος για την Clinton ή ένας συνδυασμός όλων των ανωτέρω.
Άλλοι δήλωσαν πως η συμμαχία υπέρ του Sanders από τους millennials και την εργατική τάξη, λίγο έχει να κάνει με κάποιο κοινό συμφέρον, πόσο μάλλον κοινό ταξικό συμφέρον. Οι ψηφοφόροι του Sanders παρουσιάζονται είτε ως ιδεαλιστές millennials ή ως δυσαρεστημένοι λευκοί εργάτες.
Τα γεγονότα βέβαια δεν συμφωνούν με αυτές τις αναγνώσεις. Οι millennials δεν «φλερτάρουν» απλώς με την εργατική τάξη˙ αποτελούν οργανικό της κομμάτι. Πράγματι, αυτοπροσδιορίζονται ως κομμάτι της εργατικής τάξης περισσότερο από κάθε άλλη γενιά στην ιστορία.
Σύμφωνα με την έρευνα για τα τελευταία 40 χρόνια που διεξήχθη από την General Social Survey (από το Πανεπιστήμιο του Chicago), οι millennials προσδιορίζονται ως εργατική τάξε περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα. Το 2014, ένα 60% από αυτούς αυτοπροσδιορίστηκε έτσι.
Οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί αν αναλογιστεί κανείς τους καλά κρατούντες μύθους για το ποιος είναι μεσαία τάξη στην Αμερική. Στον κοινό τύπο, ο όρος «εργατική τάξη» χρησιμοποιείται κυρίως για τους χειρώνακτες με απολυτήριο λυκείου. Και επιφανειακά μιλώντας, οι millennials σίγουρα δεν φαίνεται να ταιριάζουν σε αυτήν την κατηγορία.
Σαν ομάδα, είναι περισσότερο μορφωμένοι από ότι οι αντίστοιχοι μεγαλύτεροί τους. Ενώ το 1965 μόνο γύρω στο 13% των Αμερικανών είχε πτυχίο bachelor, σήμερα κατέχει γύρω στο 33%, και σχεδόν 40% των ανθρώπων μεταξύ 18 και 24 χρονών είναι εγγεγραμμένο αυτή τη στιγμή σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα.
Επίσης, οι millennials σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν δουλεύει σε θέσεις που παραδοσιακά θεωρούνται θέσεις τις εργατικής τάξης, όπως η παραγωγή ή άλλες χειρωνακτικές εργασίες. Αντιθέτως, εργάζονται κυρίως στις υπηρεσίες, στο εμπόριο , την φιλοξενία και το σύστημα υγείας. Άρα από αυτήν τη σκοπιά δεν μοιάζουν με εργάτες στους στατιστικολόγους και κάθε λογής ειδικούς. Αντιθέτως, συχνά χαρακτηρίζονται στερεοτυπικά ως παιδιά της πόλης, μποέμ, υψηλά μορφωμένη έως και σνομπ.
Τα συμπεράσματα για την ταξική τους θέση δεν είναι τελείως αβάσιμα. Βασίζονται σε συμπληρωματικές κοινωνιολογικές θεωρίες για τη σχέση τάξης και εκπαίδευσης. Οι επικρατούσες θεωρίες λένε πως η εντυπωσιακά υψηλότερη μόρφωση των millennials θα έπρεπε να τους δίνει πρόσβαση στα εισοδήματα και τα επαγγέλματα της «μεσαίας τάξης».
Ιστορικά, υπήρξε ισχυρός δεσμός μεταξύ εκπαίδευσης και ταξικής θέσης. Η ικανότητα κάποιου να αποκτήσει ένα bachelor ήταν εξέχουσας σημασίας για να μπορέσει να απαλείψει την επίδραση της κοινωνικής του καταγωγής και να ανέβει ταξικό σκαλοπάτι. Σε μια έρευνα-ορόσημο του 1984, ο κοινωνιολόγος Michael Hout «απέδειξε» ότι ένα bachelor ήταν το «εξιτήριο» από την εργατική τάξη.
Η εκπαίδευση μειώνει τις διακρίσεις που βασίζονται στην κοινωνική καταγωγή…H ισοπεδωτική επίδραση της εκπαίδευσης γίνεται εντονότερη όσο το επίπεδο της αυξάνεται και η επίδραση του status μειώνεται με την αυξανόμενη μόρφωση. Για έναν άντρα με πτυχίου πανεπιστημίου, το status δεν έχει καμία επίδραση στην ταξική κινητικότητα.
Έτσι, ανεξάρτητα από το αν ο πατέρας σου δούλευε σε μια γραμμή παραγωγής ή σε μια μικρή φάρμα, αν έπαιρνες πτυχία στην μεταπολεμική Αμερική μπορούσε πολύ αποτελεσματικά να σκαρφαλώσεις στην ταξική κλίμακα, απαλείφοντας την ταξική σου καταγωγή.
Μια άλλη τάξη θεωριών που βασίζεται λιγότερο στη θέση στην αγορά εργασίας και την επαγγελματική κινητικότητα, ισχυρίζεται πως η απόκτηση πανεπιστημιακού τίτλου δίνει τη δυνατότητα στους πτυχιούχους να αποκτήσουν το «γούστο» και το πολιτισμικό κεφάλαιο της μεσαίας τάξης.
Οι υπερασπιστές της θεωρίες του μοντέλου των «διακρίσεων» υποστηρίζουν πως επειδή πολλοί millennials έχουν ή θα αποκτήσουν πτυχίο πανεπιστημίου, θα αποκτήσουν αυτόματα και τα «φόντα» της μεσαίας τάξης, δηλαδή τα πολιτισμικά στοιχεία που έχουν συσχετισθεί με τις επιστημονικές/ διευθυντικές θέσεις.
Η σχέση μεταξύ της εκπαίδευσης και της τάξης είναι τόσο ευρέως αποδεκτή που σήμερα η μόρφωση θεωρείται ένα «ταξικό διαβατήριο» σε μεγάλο τμήμα τόσο του κοινωνιολογικού όσο και του κοινού τύπου.
Και για μεγάλο τμήμα της μεταπολεμικής ιστορίας αυτή η αιτιοκρατική ανάλυση στέκει. Ήταν γενικά αληθές πως εάν έπαιρνες πτυχίο, πιθανότατα θα έβγαζες περισσότερα χρήματα και θα δούλευες σε μια επιστημονική ή διευθυντική θέση και όχι ως χειρώνακτας ή ανειδίκευτος εργάτης.
Από αυτή την οπτική γωνία τα επιχειρήματα είναι απλά: οι millennials φαντάζουν υπερβολικά μικροαστοί επειδή θεωρείται πως έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Πως γίνεται τότε να έχουν κάποιο κοινό συμφέρον με τους εργάτες, πόσο μάλλον να αυτοπροσδιορίζονται ως εργατική τάξη?
Το παράδοξο είναι πως σήμερα οι millennials και είναι περισσότερο μορφωμένοι και βρίσκονται χειρότερα τοποθετημένοι στην αγορά εργασίας από ότι οι αντίστοιχοι παλιότεροι συνομήλικοί τους. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, περίπου το 50% αυτής της γενιάς θα έχει πτυχίο, σε σύγκριση με το 35% της γενιάς Χ και μόνο το 29% των Baby Boomers.
Κι όμως, οι millennials κατά κόρον δουλεύουν στον τομέα των υπηρεσιών και το μέσο εισόδημά τους είναι σχεδόν ολόιδιο με αυτό των παππούδων τους στην ίδια ηλικία με πολύ λιγότερη εκπαίδευση.
Υπερεκπροσωπούνται σε βιομηχανίες με στάσιμους ή μειούμενους μισθούς με εξαίρεση τον τομέα της υγείας. Και ειρωνικά, ο τομέας που πληρώνει περισσότερο είναι αυτός στον οποίο πολλοί λίγοι από αυτούς δουλεύουν το παραδοσιακό προπύργιο της εργατικής τάξης, η βιομηχανία.
Οι millennials επίσης είναι πιο πιθανό να είναι άνεργοι, σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους ομολόγους τους. Ακόμα και με τα πολύ συντηρητικά μέτρα της κυβέρνησης, πάνω από το 12% εξ αυτών είναι άνεργοι σε σχέση με το 5% της χώρας.
Αυτό μας οδηγεί στο εξής πρόβλημα. Ενώ η εκπαίδευση έχει σταθερά αυξηθεί από το 1960 μέχρι σήμερα, το ίδιο έχει συμβεί και με την πρεκαριοποίηση της εργασίας και την προλεταριοποίηση των υπαλλήλων αν η εκπαίδευση έχει κάποια περίεργη επίδραση στον ταξικό προσδιορισμό θα βλέπαμε ολοένα και περισσότερους πτυχιούχους να αυτοπροσδιορίζονται ως μεσαία τάξη.
Όμως, αν ακόμα και οι υψηλά μορφωμένοι millennials (αυτοί που έχουν τουλάχιστον bachelor) προσδιορίζονται ως εργατική ή κατώτερη τάξη σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι προηγούμενες γενιές, μπορεί να σημαίνει πως η χρόνια επικρατούσα σχέση εκπαίδευσης-τάξης δεν είναι τόσο γραμμική όσο πιστεύαμε. Κι αυτό ακριβώς βλέπουμε:
General Social Survey, 1974, 1984, 1994, 2004, 2014.
Αν συγκρίνουμε τους μορφωμένους millennials με τους αντίστοιχους νέους των παλαιότερων δεκαετιών βλέπει μια σταθερή αύξηση στην ταύτιση με την εργατική τάξη. Το 2014, μισοί από όλους τους millennials με πτυχίο αυτο-χαρακτηρίστηκαν εργατική τάξη, σε σύγκριση με το μόνο 26% των νέων το 1974.
Για να είμαστε ειλικρινείς, το που τοποθετεί κανείς τον εαυτό του ταξικά είναι ένα υποκειμενικό μέτρο και δεν αντανακλά απαραίτητα την αντικειμενική ταξική του θέση, αλλά μπορούμε να εξάγουμε σημαντικά συμπεράσματα από μέτρα σαν κι αυτό.
Καταρχάς, υποδεικνύει ότι η οικονομική κατάσταση των millennials έχει αυθεντική επίδραση στο πως αυτοπροσδιορίζονται ταξικά. Με άλλα λόγια, ο ταξικός προσδιορισμός δεν είναι προϊόν μιας ψυχολογικής μεταστροφής που συμβαίνει επειδή κάποιος αποκτά προσόντα ή «γούστα».
Εδώ είναι που η κοινή αφήγηση κάνει λάθος. Ναι οι millennials είναι υψηλά μορφωμένοι και ναι μπορεί να παρουσιάζουν πολιτισμικά χαρακτηριστικά που έχουμε παραδοσιακά συνδέσει με την εικόνα του Αμερικανού μεσοαστού, αλλά τα οικονομικά τους είναι χάλια και μάλιστα χωρίς να φταίνε κάπου οι ίδιοι. Εκατομμύρια έπαιξαν το παιχνίδι παραμένοντας στο σχολείο και παίρνοντας πτυχίο αλλά δεν ανταμείφθηκαν οικονομικά.
Αυτή η υλική πραγματικότητα φαίνεται να καθορίζει τον ταξικό τους προσδιορισμό. Ανεξάρτητα από το πώς οι ίδιοι και γενικά ο πληθυσμός αντιλαμβάνονται την εργατική τάξη (χειρώνακτες, ανειδίκευτοι κλπ), ο όρος περιγράφει μια κατηγορία κάτω από την μεσαία τάξη (σσ και με αυτό ταυτίζονται).
Η επιλογή του όρου αυτού υποδεικνύει πως πολλοί millennials βλέπουν τους στάσιμους ή και μειούμενους μισθούς τους, μεταξύ άλλων σημείων οικονομικής επισφάλειας και αναγνωρίζουν απόλυτα την ταξική τους θέση – ένα κατόρθωμα από μόνο του, αν λάβουμε υπόψη τον στενό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται πολιτισμικά το ποιος είναι εργατική τάξη οι Αμερικανοί.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο Sanders δεν «έφερε πίσω τις τάξεις»- υπερθέτοντας παρωχημένες ταξικές κατηγορίες με τις οποίες δεν ταυτίζεται κανείς σε μια παλαιού τύπου πολιτική. Ήταν η πτώση των πραγματικών μισθών, η άνοδος της επισφαλούς εργασίας, η προλεταριοποίηση των υπαλλήλων, η αύξηση της πραγματικής ανεργίας, η σταθερότητα της υποαπασχόλησης και η δραματική αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων που «έφεραν πίσω τις τάξεις».
Αυτοί ήταν οι παράγοντες που δημιούργησαν τους όρους με τους οποίους σχετικά υψηλά μορφωμένοι (και πιθανόν πρώην μεσοαστοί) millennials ταυτίστηκαν με το κατώτερο κομμάτι του ταξικού φάσματος. Ο Sanders κατάφερε να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο που είχε κάτι να τους πει- έναν ταξικό πολιτικό λόγο- καλύτερο από κάθε άλλον υποψήφιο.
Δευτερευόντως, αυτά τα ευρήματα δημιουργούν προβλήματα στη θεωρητική σύνδεση μεταξύ τάξης και μόρφωσης. Ο θεωρητικός ισχυρισμός της σχέσης αυτής στέκει μόνο αν βασιστεί στην παραδοχή πως η εκπαίδευση εξασφαλίζει πρόσβαση σε έναν περιορισμένο αριθμό θέσεων εργασίας υψηλού status που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση και πως η ανώτερη εκπαίδευση θα είναι προσβάσιμη χονδρικά μόνο σε όσους απαιτούνται για να καλύψουν αυτές τις θέσεις.
Δεν έχουν έτσι όμως τα πράγματα. Η επέκταση του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος από το 1960 μέχρι σήμερα δεν συνέπεσε με μια αντίστοιχη αύξηση των απαιτητικών καλοπληρωμένων εργασιών. Θεωρητικά δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος να υποθέσει κανείς πως υπάρχει μια εγγενής σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση και την ταξική ή κοινωνική κινητικότητα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Επειδή λοιπόν η εκπαίδευση προσέφερε κάποτε ένα μονοπάτι προς την ταξική ανέλιξη δεν σημαίνει πως θα το κάνει για πάντα.
Πράγματι φαίνεται πως οι millennials το αντιλαμβάνονται αυτό μαζικά στα πλαίσια της αδυναμίας τους να καταφέρουν μια υλική άνεση αντίστοιχη αυτής που έχουμε συνδέσει με το lifestyle του μεσοαστού Αμερικάνου (όπως των γονιών και των παππούδων τους), παρά το γεγονός ότι έχουνε bachelor ή και υψηλότερο πτυχίο.
Φυσικά στην τελική, πάνω από τους μισούς millennials δεν έχουν πτυχίο. Το στερεότυπο του υπερμορφωμένου μποέμ παιδιού της πόλης βοηθά στο να κρυφτεί η πραγματικότητα όπου οι περισσότεροι άνθρωποι σ αυτή τη γενιά έχουν μόνο απολυτήριο λυκείου.
Οι πιθανότητες αυτού του λιγότερο μορφωμένου κομματιού να βρει μια καλοπληρωμένη δουλειά είναι ακόμα λιγότερες. Ενώ η εκπαίδευση δεν είναι πια το εξιτήριο από την εργατική τάξη που ήταν κάποτε, οι απόφοιτοι λυκείου έχουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες ανταγωνιζόμενοι τους πτυχιούχους συνομηλίκους τους – ένας ανταγωνισμός που τελικά πιέζει όλους τους μισθούς προς τα κάτω,
Επίσης, ακόμα και οι μορφωμένοι millennials αντιμετωπίζουν προβλήματα που είναι παραδοσιακά συνυφασμένα με τις συνθήκες ζωής των εργατών: ανεργία, υποαπασχόληση, απρόβλεπτο εργασιακό βίο, υψηλά επίπεδα χρέους και στάσιμους μισθούς. Πολλοί πανεπιστημιακοί απόφοιτοι το αναγνωρίζουν αυτό και αυτό τους οδηγεί στο να τοποθετούν εαυτούς εντός της εργατικής τάξης- παρά τα πτυχία τους και το λεγόμενο πολιτισμικό τους κεφάλαιο.
Αυτό το απλό γεγονός ξεκαθαρίζει το όποιο μπέρδεμα προέκυψε με το φαινόμενο Sanders. Ότι δηλαδή και οι ανθρακωρύχοι της Δυτικής Βιρτζίνια και οι προσφάτως αποφοιτήσαντες από τα κολλέγια στη Νέα Υόρκη ψηφίσανε τον Sanders – και όλο αυτό βγάζει μια χαρά νόημα.
Η ταξική πολιτική έχει επιστρέψει για τα καλά. Και όχι επειδή κάποιος σοσιαλιστής γερουσιαστής τα έφερε έτσι τα πράγματα αλλά επειδή οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες έκαναν την τάξη κεντρικό ζήτημα στο αμερικανικό εκλογικό σώμα.
Στην αυγή της Νέας Αριστεράς πολλοί πίστεψαν πως οι όψιμα ριζοσπαστικοποιημένοι φοιτητές και νεολαία θα αντικαθιστούσαν την παραδοσιακή εργατική τάξη ως ο επαναστατικός παράγοντας που θα επιφέρει την κοινωνική αλλαγή. Σήμερα, οι δύο αυτές κοινωνικές ομάδες είναι ένα και το αυτό.
Ο Sanders βοήθησε να φωτιστεί και να λάμψει αυτό το φρεσκο-συνειδητοποιημένο ταξικά κομμάτι των νεαρών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και να στραφεί σε μια χειραφετητική πολιτική. Οι σοσιαλιστές πρέπει να χτίσουν πάνω σε αυτήν την ορμή και να εξελίξουν αυτό το μπλοκ σε μια κοινωνική βάση αφοσιωμένη στη ριζοσπαστική πολιτική.