Τα κείμενα(άρθρα, συνεντεύξεις κλπ) που αναδημοσιεύονται από άλλες συλλογικότητες ή site δεν εκφράζουν απαραίτητα την ATTACK. Η αναδημοσίευση από μέρους μας έχει σκοπό την προώθηση ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ των συλλογικότητων που έχουν δράση στο εργατικό κίνημα, στην επισφάλεια και την ανεργία. Στις συνεντεύξεις του παρόντος δημοσιεύματος συμμετέχουν και δύο μέλη της Attack στην ανεργία και την επισφάλεια, η Μαρία Παναγούλη και ο Γιάννης Μητσόπουλος.
αναδημοσίευση από ΕφΣυν
Δυσαρεστημένοι με το παρόν, ανασφαλείς για το μέλλον είναι οι Ελληνες «μιλένιαλ», όπως έχει επικρατήσει να αποκαλούνται σε διεθνείς έρευνες οι νέοι που γεννήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Η ομπρέλα των «μιλένιαλ» ή αλλιώς «γενιά Υ» (generation Y) καλύπτει ευρύτατο ηλικιακό φάσμα. Από εκείνες και εκείνους που έχουν ήδη γιορτάσει αρκετά γενέθλια με το «3» μπροστά και μετράνε αρκετά χρόνια δουλειάς -ή ανεργίας- στην πλάτη τους μέχρι όσους μόλις ενηλικιώθηκαν και σπουδάζουν ή εισέρχονται στην αγορά εργασίας.
Μόνο που στην περίπτωση της Ελλάδας δεν εισέρχονται ελεύθερα, αλλά ψάχνουν μια χαραμάδα πρόσβασης σε ένα γκρίζο εργασιακό τοπίο, με καθηλωμένους μισθούς και υψηλή ανεργία, που πλήττει διπλά τους νέους και τριπλά τις νέες γυναίκες.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι όσοι γεννήθηκαν μετά το 1980 στην Ελλάδα αξιολογούν, σύμφωνα με την έρευνα παγκόσμιων τάσεων του Ινστιτούτου Pew (ερευνητικό κέντρο με έδρα την Ουάσινγκτον), την ανεργία -για την ακρίβεια την «έλλειψη ευκαιριών στην εργασία»- ως το μεγαλύτερο πρόβλημα, πάνω από το δημόσιο χρέος, την ψαλίδα πλούσιων-φτωχών, την ακρίβεια.
Αντίστοιχα, σε πρόσφατη στοχευμένη έρευνα της εταιρείας Pro Rata για τις αξίες και την πολιτική στάση της ελληνικής νεολαίας, το 60% των νέων 18-35 ετών σκέφτεται να αναζητήσει δουλειά στο εξωτερικό και το 6% το έχει ήδη κάνει.
Η υψηλή ανεργία και η μετανάστευση, κυρίως, αλλά όχι μόνο των νέων πτυχιούχων, δεν είναι τα μόνα στοιχεία που διαφοροποιούν τους Ελληνες millenials από τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους. Εμφανίζονται επίσης οι πλέον δυσαρεστημένοι με την κατάσταση της χώρας τους και οι λιγότερο ευτυχισμένοι με τη ζωή τους, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του Pew.
Η ίδια έρευνα παρουσιάζει τους σημερινούς 20άρηδες-35άρηδες έντονα ευρωσκεπτικιστές, καθώς η πλειονότητα έχει αρνητική γνώμη για την Ε.Ε., τη χειρότερη γνώμη για την ΕΚΤ, ενώ οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση έβλαψε παρά ωφέλησε την ελληνική οικονομία. Το μετριοπαθές θινκ τανκ έχρισε τους Ελληνες μιλένιαλ ως τους «πλέον ρωσόφιλους» και διαπίστωσε ότι ο αντιαμερικανισμός καλά κρατεί, καθώς πάνω από τους μισούς δεν καλοβλέπουν τις ΗΠΑ.
Η νεολαία των αντιφάσεων
Οι Ελληνες νέοι είναι από τους πιο απαισιόδοξους της Ευρώπης, καθώς πάνω από τους μισούς φοβούνται ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η επιτυχία στη ζωή δεν περνάει από τα δικά τους χέρια, αλλά από δυνάμεις που δεν ελέγχουν.
Αντίστοιχα συναισθήματα ανημπόριας και ματαιότητας διαπερνούν την ευρωπαϊκή νεολαία, με όλο και λιγότερους να πιστεύουν ότι η σκληρή δουλειά και η εκπαίδευση είναι ικανά εφόδια για να προοδεύσει κανείς, ακόμα και στη Γερμανία της μονοψήφιας ανεργίας.
Ψηφιδωτό που αλλάζει χρώμα, ανάλογα με το πώς διαθλά το φως, θυμίζει η ακτινογραφία της ελληνικής νεολαίας με βάση την έρευνα που διεξήγαγε η εταιρεία Pro Rata το φθινόπωρο του 2015. Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά, καταρρίπτοντας τα στερεότυπα περί απολίτικων ή αδιάφορων νέων.
Η ανασφάλεια για το μέλλον χαρακτηρίζει την πλειονότητα των νέων 18 ώς 35 ετών, που σε μεγάλο βαθμό νιώθουν αποξενωμένοι από την πολιτική και αδύναμοι να επηρεάσουν τους γύρω τους. Ωστόσο, οι 9 στους 10 θεωρούν ότι «οι απλοί πολίτες, όταν είναι οργανωμένοι, μπορεί να έχουν σημαντική επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Η ελληνική νεολαία, ενώ έχει σε μεγάλο βαθμό απολέσει την εμπιστοσύνη της στη δύναμη της ψήφου να αλλάζει τα πράγματα, εξακολουθεί να πιστεύει στη δύναμη της συλλογικής συμμετοχής στα κοινά.
Το «κοίτα τη δουλειά σου και μη σε νοιάζουν οι άλλοι» βρίσκει αντίθετη την πλειονότητα της νεολαίας, που απορρίπτει την ωχαδερφίστικη εκδοχή του θατσερισμού και επιμένει ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Εξίσου γενικευμένη είναι η βαθιά δυσαρέσκεια για το έλλειμμα δημοκρατίας: το 90% δηλώνουν «δυσαρεστημένοι με τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία στη χώρα μας».
Αν και μετέωροι πολιτικά, καθώς πολλοί δυσανασχετούν με τις παραδοσιακές ιδεολογικές τοποθετήσεις μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς», οι νέοι που ζουν στην Ελλάδα εμφανίζονται μάλλον προοδευτικοί κοινωνικά. Στο δίλημμα φιλελεύθερος ατομικισμός ή ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, οι περισσότεροι επιλέγουν το δεύτερο.
Κι ενώ μοιάζουν να προσυπογράφουν το σύνθημα «ίδια είν’ τ’ αφεντικά, δεξιά και αριστερά», παρ’ όλα αυτά περισσότεροι τοποθετούνται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος παρά στα δεξιά. Ωστόσο τα υψηλότερα ποσοστά (40%) συνωστίζονται σε ένα αδιευκρίνιστο «κέντρο» που μάλλον δεν συμπίπτει με τον συρρικνωμένο και παραδομένο στον νεοφιλελευθερισμό «μεσαίο χώρο».
Απεχθάνονται τη λογοκρισία
Ακόμα και αν δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της στις υπάρχουσες πολιτικές κατηγοριοποιήσεις, η πλειονότητα των νέων απεχθάνεται τη λογοκρισία, δεν θέλει καν να ακούει για επιβολή της θανατικής ποινής, απορρίπτει σκοταδιστικές απόψεις για την ομοφυλοφιλία. Οι περισσότεροι διαφωνούν με τη φράση «η παιδεία πρέπει να μάθει στα παιδιά να σέβονται την εξουσία» και δεν θεωρούν το ελληνικό έθνος ανώτερο από άλλα έθνη.
Πιο συντηρητική εμφανίζεται η ελληνική νεολαία στο μεταναστευτικό, αν και μάλλον προοδευτική σε σύγκριση με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Οι 4 στους 10 υιοθετούν το αίτημα για νομιμοποίηση των μεταναστών.
Καταρρίπτοντας τον μύθο της κοσμοπολίτικης μορφωμένης ελίτ και της δήθεν ξενόφοβης εργατικής τάξης, οι περισσότεροι νέοι με χαμηλή έως μεσαία μόρφωση είναι υπέρ της νομιμοποίησης των μεταναστών, ενώ αντίθετα οι περισσότεροι απόφοιτοι πανεπιστημίου ώς και κάτοχοι διδακτορικών διαφωνούν. Σε αυτή την περίπτωση, το ταξικό ένστικτο υπερισχύει, κάτι που ερμηνεύεται από τη μεγάλη παρουσία μεταναστών δεύτερης γενιάς στα κατεξοχήν υπό εκμετάλλευση στρώματα της νεολαίας.
Αν στο θέμα του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία οι απόψεις είναι μοιρασμένες, εκεί που ο νεοφιλελευθερισμός μοιάζει να νικά, έστω οριακά, είναι στην εσωτερίκευση της αποτυχίας. Οι περισσότεροι νέοι νιώθουν ότι φταίνε οι ίδιοι που δεν βρίσκουν δουλειά, ποσοστό που μειώνεται όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο, και διαπιστώνουν ότι δεν αρκούν τα προσόντα.
Κι όμως, όσο και αν οι νέοι εξακολουθούν να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο, θεωρώντας ότι η κοινωνία χρειάζεται βαθιές και ριζικές αλλαγές, άλλο τόσο τον βιώνουν ως εχθρικό: οι 8 στους 10 νιώθουν ότι οι γύρω τους είναι έτοιμοι να τους εκμεταλλευθούν αντί να τους φερθούν σωστά και άλλοι τόσοι πιστεύουν ότι οι σημερινοί άνθρωποι κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους και δεν είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άλλους.
Μπορεί το παράδειγμα της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες να διαψεύδει τον διάχυτο πεσιμισμό, όμως δεκάδες άλλα τον επιβεβαιώνουν. Οταν η νεανική ανεργία παραμένει σκαλωμένη στο 50% και αγγίζει το 60% στις νέες γυναίκες, τότε το «να μου φερθούν σωστά» μοιάζει πολυτέλεια, μαζί με τις συλλογικές συμβάσεις, την ασφάλιση και τον αξιοπρεπή μισθό.