Την προσεχή Παρασκευή, λήγει η προθεσμία των αιτήσεων για τα Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας, και συγκεκριμένα για την τρίτη φάση τους, προγράμματα που απευθύνονται στους ανέργους που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΟΑΕΔ και θέτουν ως στόχο την κάλυψη 24.251 θέσεων πλήρους απασχόλησης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προωθεί τα προγράμματα αυτά σαν ένα μέσο αντιμετώπισης της λαίλαπας της ανεργίας, με μια παράλληλη αφήγηση για φιλολαϊκή διαχείριση των ΕΣΠΑ και των κονδυλίων της Ε.Ε. Ποιος είναι, όμως, ο πραγματικά ωφελούμενος από αυτά τα Κοινωφελή Προγράμματα;
Το κόλπο του «δουλίτσα να ναι κι ό,τι να ναι» δεν είναι καινούριο. Για την ακρίβεια, αν ανατρέξει κανείς στο παράδειγμα της Γερμανίας θα δει μια σειρά νομοθετημάτων που αξιοποιούν τους ανέργους στα πλαίσια της αυτοαπασχόλησης και της ελαστικής εργασίας (mini-jobs). Δημιουργήθηκε, έτσι, μια νέα γκρίζα ζώνη εργαζομένων, που εξαιρούνται από τα παραδοσιακά κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα απέναντι σε κράτος και εργοδοσία, μια «αναγκαία θυσία» στο βωμό της καταπολέμησης της ανεργίας. Νομοθετήματα που πήγαν πακέτο με τη μείωση της διάρκειας παροχής επιδομάτων ανεργίας (από τους 26 στους 12 μήνες) και μια ευρύτερη επίθεση στα εργασιακά, με προμετωπίδα την υποκριτική στόχευση της αντιμετώπισης της ανεργίας.
Από ανάγκη εξορθολογισμού, δε, του σπάταλου δημοσίου έχουμε χορτάσει και με το παραπάνω τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας. Πώς, λοιπόν, να μη δούμε μια αντίστοιχη κίνηση με αυτή της προώθησης των μορφών ελαστικής εργασίας σαν γιατροσόφι για την αντιμετώπιση της ανεργίας; Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λοιπόν, έρχεται να αξιοποιήσει το όπλο αυτό, παλεύοντας να το ντύσει με το κατά το δυνατόν πιο φανταχτερό περιτύλιγμα για τα μάτια των εργαζομένων. Τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, τα 8μηνα, τα 5μηνα δεν είναι παρά η έκφραση ακριβώς αυτής της κατεύθυνσης στη σφαίρα του Δημοσίου. Οι υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες και, δη, οι Δήμοι προσκαλούν τους ανέργους σε μια προσωρινή κάλυψη των κενών κατ’ αυτόν τον τρόπο, με το τυράκι της παροχής επιδόματος ανεργίας μετά το πέρας του προγράμματος. Ενός επιδόματος το οποίο η κυβέρνηση εργάζεται πυρετωδώς να μετατρέψει σε «επίδομα εργασίας», δηλαδή σε χρηματοδότηση των εργοδοτών για να ανοίξουν θέσεις εργασίας (εξίσου επισφαλείς όσο τα κοινωφελή προγράμματα), πετώντας, πλέον, το μπαλάκι στους ανέργους για το πώς θα διαχειριστούν αυτοί τη μιζέρια τους, με τις ενδεχόμενες φωνές που θα σηκωθούν ενάντια σε αυτή την κατεύθυνση να κινδυνεύουν να στοχοποιηθούν ως κάτι μεταξύ ουτοπικών εγκάθετων που θέλουν να χαλάσουν τις φιλολαϊκές αλχημείες της κυβέρνησης και υπερασπιστών μιας μάζας «ακαμάτηδων από επιλογή».
Αξίζει να δούμε και λίγο αναλυτικότερα το ζήτημα των δικαιωμάτων των ωφελουμένων. Οι άδειες που δικαιούνται οι εργαζόμενοι σε αυτά τα προγράμματα ορίζονται σε δυο εργάσιμες μηνιαίως και την ίδια στιγμή, ορίζονται αναρρωτική άδεια, άδεια λοχείας, γάμου, θανάτου κοντινού συγγενή ή γονική. Όσον αφορά όμως τις αναρρωτικές και ακόμη χειρότερα αυτές που προκύπτουν από εργατικά ατυχήματα, η δαπάνη είναι επιλέξιμη για τον εργοδοτικό φορέα. Να μην μπορεί κανείς ούτε να αρρωστήσει και αν πάθει κάτι εξαιτίας της εργασίας του καλείται ο ίδιος να το πληρώσει δηλαδή! Όλα τα παρεχόμενα δικαιώματα στην τελική είναι εκτός του εργατικού δικαίου και είναι υπό συνεχή αίρεση, καθότι αποτελούν πολλάκις (όπως και το ζήτημα των ατυχημάτων) επιλογή του φορέα αν θα τα παράσχουν ή όχι, ενώ αυτόματα εξαιρούνται οι όποιες παροχές έρχονται σε σύγκρουση με το ΕΣΠΑ και τις κατευθύνσεις της Ε.Ε.
Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να καταλάβει κανείς πως, πίσω από το φιλολαϊκό περιτύλιγμα της «δουλειάς να ναι και ό,τι να ναι» κρύβεται μια ολόκληρη στρατηγική σε βάρος των εργαζομένων. Και πώς να μην είναι έτσι, άλλωστε, όταν η ένταξη στα κοινωφελή προγράμματα εξαιρεί τον εργαζόμενο από το παραδοσιακό εργατικό δίκαιο. Και πώς να μην είναι έτσι, άλλωστε, όταν η ελαστική εργασία και το καθεστώς της εργασιακής περιπλάνησης γίνονται θεσμός, δίνοντας την ευκαιρία στην εργοδοσία (κράτος ή ιδιώτες) να αξιοποιούν στρατιώτες από την τεράστια μάζα ανέργων για να βουλώσουν τρύπες με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Και πώς να μην είναι έτσι, άλλωστε, όταν οι κατευθύνσεις αυτές συνοδεύονται και από τις ανάλογες περικοπές στα υπάρχοντα εργασιακά δικαιώματα ευρύτερα, όπως μειώσεις στη διάρκεια και τα ποσά των επιδομάτων ανεργίας και αποστέρηση των «ωφελουμένων» από τα πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα (όσο και αν η κυβέρνηση διαρρηγνύει τα ιμάτια της πως το τελευταίο δεν ισχύει).
Απέναντι στην εξωραϊσμένη εξαθλίωση που μας προορίζουν, έχουμε χρέος να σηκώσουμε το γάντι. Και τα Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας δεν μπορούν παρά να αντιμετωπιστούν ως αυτό που είναι, ως εξωραϊσμένη εξαθλίωση επενδυμένη με φιλολαϊκό περιτύλιγμα. Οι πλούσιες εμπειρίες από τους πρόσφατα παρελθόντες αγώνες για τα πεντάμηνα στους δήμους δεν μπορούν παρά να είναι οδηγός για τις νέες διεκδικήσεις με αφορμή τα νέα κοινωφελή προγράμματα, με στόχο τον εξοπλισμό με νέα όπλα στη συνολικότερη μάχη ενάντια στη συντονισμένη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα.